-
1 εὐκοσμία
εὐκοσμ-ία, ἡ,A orderly behaviour, good conduct, decency, E.Ba. 693, X.Cyr.1.2.3, Arist.Pol. 1299b16, etc.;τῆς εὐ. τῆς περὶ τὸ θέατρον IG22.354.16
(iv B.C.); εὐ. τοῦ θεάτρου ib. 22.223B8;εὐ. ἡ κατὰ τὸ ἱερόν SIG1007.24
(Pergam., ii B.C.);εὐκοσμία τῶν παίδων Pl.Prt. 325d
; ([place name] Smyrna);ὁ ἐπὶ τῆς εὐ. ἄρχων IGRom.4.582
([place name] Aezani).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκοσμία
-
2 ευκοσμια
ἥ1) порядок, дисциплина(τῶν πεπαιδευμένων Xen.; sc. τῆς πόλεως Arst., Plut.)
2) благовоспитанность, благопристойность, учтивое обращение(πρὸς ἀλλήλους Xen.; pl. τῶν παίδων Plat.)
См. также в других словарях:
ευκοσμία — η (ΑΜ εὐκοσμία) [εύκοσμος] η καλή συμπεριφορά, η ευταξία, η κοσμιότητα, η ευπρέπεια («ἐντέλλονται ἐπιμελεῑσθαι εὐκοσμίας τῶν παίδων», Πλάτ.) μσν. αρχ. ομορφιά αρχ. διακόσμηση, στόλισμα, καλλωπισμός … Dictionary of Greek